- Σικελίδας
- Σικελί̱δᾱς , Σικελίδηςmasc acc pl (doric)Σικελί̱δᾱς , Σικελίδηςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σικελίδης — και δωρ. τ. Σικελίδας, ὁ, Α (προσωνυμία που δόθηκε στον Ασκληπιάδη από τον Θεόκριτο) ο Σικελός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σικελός + πατρωνυμ. κατάλ. ίδης*] … Dictionary of Greek